Κείμενα
στο ζεστό αέρα του καλοκαιριού

 

Μη λέτε πολλά γι’ αυτά τα έργα.
Είναι φίνα και αυτοαμυνόμενα.

Γιάννης Τσαρούχης
(Για τη ζωγραφική του Κώστα Ι. Σπυριούνη)
Εικαστικά, 1984

 

Ο ΖΕΣΤΟΣ ΑΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Φαντάζομαι ότι αν ο Κώστας Σπυριούνης είναι πιο τακτικός επισκέπτης απ’ότι άλλοι των παιδικών του αναμνήσεων, αυτό ίσως να οφείλεται σε μιαν ιδιοτυπία των αισθήσεων, σ’ένα αδιόρατο ελάττωμα στα κωνία και τα ραβδία του αμφιβληστροειδούς, που κάνει φέρ’ειπείν το φως του δειλινού πιο καταθλιπτικό, ρυθμίζοντας σχεδόν από μόνο του το ταξίδι του ήλιου στον ουρανό, κάνοντας τη μυρωδιά του πανιού μιας καλοκαιρινής τέντας πιο διαπεραστική. Έχω την εντύπωση ότι αν οι πολύτιμοι λίθοι ήσαν εγκατεσπαρμένοι στη γη με λιγότερη φειδώ,το χρυσάφι τόσο απλόχερα δοσμένο σαν το νερό ή τον ήλιο, η ευτυχία τόσο εύκολη και πρόχειρη σαν μια οποιαδήποτε λάμπα ηλεκτρικού, ο Σπυριούνης πάλι θα έκανε το χώμα, τις αυλακιές και τα σημάδια των τροχών στους δρόμους τόσο μοναδικά, δηλπολύτιμα σαν μια κοσμηματοθήκη, όπου στη θέση των σκεπασμένων απ’ τη λήθη πραγμάτων θα ξεχώριζε κανείς κατά προτίμηση χειμώνες μιας σπιτικής θαλπωρής, δέντρα που τα γυμνά κλαδιά τους είναι πιο σπαρακτικά από χειρονομίες ή από πρόσωπα, μέρες και νύχτες που εξαφανίζονται η μια μέσα στην άλλη σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτοί οι πίνακες είναι μια ακόμα εκδοχή της ζωγραφικής πραγματικότητας, με όλα τα γνωστά παραφερνάλια της καλλιτεχνικότητας. Ότι αυτοί οι φανταστικοί ιδιοκτήτες των κτισμάτων, άφαντοι και υποθετικοί μέσα στον πίνακα, είναι σε τελευταία ανάλυση συνδημιουργοί σαν τους επισκέπτες μιας οποιασδήποτε έκθεσης. Ότι οι ζυγαριές, τα σακκιά με τους σπόρους της γης, οι πρόχειρα βαμμένοι τοίχοι, τα σκοινιά, οι κουλούρες απ’το λάστιχο του ποτίσματος, οι ανοιχτές καγκελόπορτες των απεριποίητων κήπων, οι πέτρες και τα χαλίκια του δρόμου, σας φαντάζουν τάχα σαν ένας σωρός από γλίσχρα ερείπια που τα σαβάνωσε απλώς το πέρασμα του χρόνου.

Ο Προύστ μας λέει: γνωρίζω πολύ καλά τα πράγματα κι ελάχιστα τα πρόσωπα, πράγματα που μοιάζουν με πρόσωπα, πρόσωπα σπάνια με ευαίσθητη φύση κι απογοητευμένα απ’τη ζωή.

Κι επειδή η τέχνη όπως και η ζωή είναι ένας λογαριασμός ατακτοποίητος στο ταμείο του μέλλοντος, δείτε αυτούς τους πίνακες όχι σαν μια μάχη που δίνει κάποιος απέναντι στη σιωπή, αλλά σαν την σιωπή την ίδια. Σαν να μπορούσαν δηλαδή όλα αυτά τα σύρματα, τα περιτρίμματα, οι τηλεγραφοκολόνες κι οι σκουριασμένες πινακίδες, να μην ήσαν πια φρόκαλα, σαρίδια του δρόμου και πράγματα της στιγμής, αλλά τα σταθερά φώτα της αξιοπρέπειας και της τιμής του ανθρώπου.

Χάρης Μεγαλυνός
Ποιητής